οινογεύστης

οινογεύστης
ο дегустатор вин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "οινογεύστης" в других словарях:

  • οινογεύστης — ο (Α οἰνογεύστης) νεοελλ. ειδικός σωλήνας ο οποίος εμβαπτίζεται σε βαρέλια ή δεξαμενές οίνου για παραλαβή μικρής ποσότητας για δειγματοληψία αρχ. άτομο που δοκιμάζει με τη γεύση την ποιότητα τού κρασιού, δοκιμαστής κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος +… …   Dictionary of Greek

  • οἰνογεῦσται — οἰνογεύστης wine taster masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • οινογευστία — οἰνογευστία, ἡ (Α) [οινογεύστης] το να δοκιμάζει κάποιος τη γεύση τού κρασιού …   Dictionary of Greek

  • οινογευστικός — οἰνογευστικός, ή, όν (Α) [οινογεύστης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεύση τού κρασιού 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰνογευστική η τέχνη τού δοκιμαστή κρασιού, η εμπειρία αυτού που δοκιμάζει κρασί …   Dictionary of Greek

  • οινογευστώ — οἰνογευστῶ, έω (ΑΜ) [οινογεύστης] γεύομαι, δοκιμάζω κρασί …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»